κνίδη
English (LSJ)
[ῑ], (κνίζω)
A nettle, Urtica, Hp.Vict.2.54, Arist.HA522a8, Theoc.7.110, Nic.Th.880, AP12.124 (Artemo); = ἀκαλήφη, Dsc.4.93 (un-Attic, acc. to Moer.p.66P.). II sea-nettle, Actinia, Arist. HA548a23.—Both senses combined, Archestr.Fr.9.7.
German (Pape)
[Seite 1461] ἡ (κνίζω), – 1) Nessel, Brennnessel, nach Moeris hellenistisch für das attische ἀκαλήφη; Beides steht neben einander Archestrat. bei Ath. VII, 285 c; ἐν κνίδαισι καθεύδειν Theocr. 7, 109; Sp. – 2) eine Molluskenart, welche beim Berühren ein Brennen, wie die Nessel verursacht, Meernessel; Arist. H. A. 5, 16 part. an. 4, 5; Ath. III, 90.
Greek (Liddell-Scott)
κνίδη: ῑ, ἡ, (κνίζω) «τσουκνίδα», Λατ. urtica, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 9, Θεόκρ. 7. 110, Διοσκ. 4. 94, Ἀνθ. Π. 12, 124˙ ― κατὰ τὸν Μοῖριν: «ἀκαλήφη Ἀττικοί, κνίδη Ἕλληνες». ΙΙ. θαλασσία κνίδη, εἶδος μαλακίου, ὅπερ ἐγγιζόμενον προξενεῖ κνησμὸν ὡς ἡ κνίδη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 1, καὶ ἀλλ.˙ καλούμενον καὶ ἀκαλήφη, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 48, Αθήν. 20Α. ― Ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι συνυπάρχουσι παρὰ τῷ Ἀρχεστρ. ἐν Ἀθην. 285C.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ortie, plante.
Étymologie: DELG cf. κνίζω.