κοιλωπός
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
όν,
A hollow to look at: hollow, ἀγμός E.IT263.
German (Pape)
[Seite 1467] hohläugig, übh. hohl; ἁρμός Eur. I. T. 263.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλωπός: -όν, (ὤψ) κοῖλος φαινόμενος· κοῖλος, Εὐρ. Ι. Τ. 263.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui apparaît creux, de forme creuse.
Étymologie: κοῖλος, ὤψ.