κῦρος

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῦρος Medium diacritics: κῦρος Low diacritics: κύρος Capitals: ΚΥΡΟΣ
Transliteration A: kŷros Transliteration B: kyros Transliteration C: kyros Beta Code: ku=ros

English (LSJ)

εος, τό,

   A supreme power, authority, κ. ἔχειν ἀμφί τινος A.Supp. 391; τῶν πρηγμάτων τὸ κ. ἔχειν Hdt.6.109; ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Th.5.38, cf. Pl.Grg.450e, al.; κ. ἔχειν περί τινος Id.Cra.435c; τὸ κ. τῆς ἐνεργείας principle or origin of a function, Gal.10.459.    2 concrete, one invested with authority, Pl.Lg.70cc.    II confirmation, validity, ἔχειν κ., = κεκυρῶσθαι, S.OC1779 (anap.), cf. POxy.2110.12 (iv A.D.), etc.; ἡ νῦν . . ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν S.El.919; κ. λαβεῖν, of a law, to be ratified, D.C.38.17, al.:—κῦρος and all derivs. are post-Hom. (Cf. Skt. śūas 'valiant', OIr. caur 'hero', Welsh cawr 'giant'.)

German (Pape)

[Seite 1537] τό (vgl. κάρη, κόρυς), eigtl. die Hauptsache, auf der Alles beruht, daher die Gewalt, Macht; ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος οὐδὲν ἀμφὶ σοῦ Aesch. Suppl. 386; τούτων τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρος ἔχειν, die höchste Gewalt in Staatssachen, Her. 6, 109; τὸ δὲ κῦρος τούτων γνῶναι οὐ σύριγξ ἦν Plat. Legg. III, 700 c, vgl. Gorg. 430 e ταῖς τέχναις πᾶσαπρᾶξις καὶ τὸ κῦρος διὰ λόγων ἐστί u. ὅτι ἡ διὰ λόγο υ τὸ κῦρος ἔχουσα ῥητορική ἐστί; Crat. 433 c κῦρος ἔχει ν περί τινος; auch Sp., wie D. Cass. 53, 17, μοναρχία γάρ, εἰ καὶ τὰ μάλιστα καὶ δύο καὶ τρεῖς ἅμα τὸ κῦρός ποτε ἔσχον, ἀληθέστατα ἂν νομίζοιτο. – Daher auch Begründung, Veranlassung, ἡ δὲ νῦν ἴσως πολλῶν ὑπάρξει κῦρος ἡμέρα καλῶν, Soph. El. 907, wird viel Gutes bringen. – Πάντως γὰρ ἔχει τάδε κῦρος, ist bestätigt, O. C. 1776, u. so öfter bei Sp. – Davon

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 autorité souveraine, plein pouvoir;
2 ratification, sanction ; garant : ἔχειν κῦρος SOPH être confirmé ou sanctionné.
Étymologie: R. Κυρ ; cf. κύριος.