κορύνη

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορύνη Medium diacritics: κορύνη Low diacritics: κορύνη Capitals: ΚΟΡΥΝΗ
Transliteration A: korýnē Transliteration B: korynē Transliteration C: koryni Beta Code: koru/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A club, freq. shod with iron for fighting, mace, σιδηρείῃ κορύνῃ ῥήγνυσκε φάλαγγας Il.7.141, cf. 143; ξύλων κορύνας ἔχοντες Hdt.1.59; κορύναις τύπτειν Arist.Pol.1311b28.    2 shepherd's staff, Theoc. 7.19.    II in plants, knobby bud or shoot, Thphr.HP3.5.1, al.    III = πόσθη, Nic.Al.409, AP5.128 (Autom.). [ῠ in Hom. and Theoc.7.19,9.23; ῡ in E.Supp.715, Theoc.25.63, Nic.l.c.]

Greek (Liddell-Scott)

κορύνη: ἡ, (κόρυς), ῥόπαλον, συχνάκις περικεκαλυμμένον διὰ σιδήρου πρὸς μάχην, σιδηρόδετον ῥόπαλον, σιδηρείῃ κορύνῃ ῥήξασκε φάλαγγας Ἰλ. Η. 141, πρβλ. 143 (ἴδε ἐν λέξ. ὅπλισμα)· ξύλων κορύνας ἔχοντες Ἡρόδ. 1. 59· κορύναις τύπτειν Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 19· ― ποιμενικὴ ῥάβδος, Θεόφρ. 7. 19. ΙΙ. μεταξὺ τῶν φυτῶν, βλάστημα ὅμοιον κορύνῃ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 1. ΙΙΙ. = πόσθη, Νικ. Ἀλ. 409, Ἀνθ. Π. 5. 129. ῠ παρ’ Ὁμ. καὶ Θεόκρ. 7. 18· ῡ ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 715, Θεόκρ. 25. 63, Νικ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Heinr. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 289, Spitzn. Prosod. § 59. 2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 massue, gourdin;
2 bâton noueux, houlette;
3 membrum virile, DELG citant Hom..
Étymologie: DELG sans doute apparenté à κόρυς.