μετριοπαθέω
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
A feel moderately, bear reasonably with, τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις Ep.Hebr.5.2: abs., Ph.1.113, 2.37, 45, J.AJ12.3.2, S.E.P.3.235.
German (Pape)
[Seite 162] sich in Leidenschaften mäßigen, N. T.; Ggstz ἀπαθὴς μένει. S. Emp. pyrrh. 3, 235.
Greek (Liddell-Scott)
μετριοπᾰθέω: ὑπομένω τι μετὰ μετριότητος, εἶμαι μετριοπαθής, τινὶ Ἐπ. π. Ἑβρ. ε΄, 2, πρβλ. Φίλωνα 1. 113., 2. 37 καὶ 45, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être modéré dans ses passions ou ses sentiments.
Étymologie: μετριοπαθής.