μηδαμόσε
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Full diacritics: μηδᾰμόσε | Medium diacritics: μηδαμόσε | Low diacritics: μηδαμόσε | Capitals: ΜΗΔΑΜΟΣΕ |
Transliteration A: mēdamóse | Transliteration B: mēdamose | Transliteration C: midamose | Beta Code: mhdamo/se |
Adv.
A nowhither, μ. ἄλλοσε Pl.R. 499a.
[Seite 169] nirgends wohin, correl. zu πόσε, ποῖ, μηδαμόσε ἄλλοσε τείνοντα, Plat. Rep. VI, 499 a.
μηδᾰμόσε: Ἐπίρρ., πρὸς οὐδὲν μέρος, μ. ἄλλοσε Πλάτ. Πολ. 499Α.