μετάρροια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A change of stream, reflux, τοῦ πνεύματος Arist.Mete. 367a28: pl., Plu.2.433f, Gal.16.540; also of light, Plot.4.5.7.
Greek (Liddell-Scott)
μετάρροια: ἡ, μεταβολὴ τοῦ δρόμου τῆς ῥοῆς, ῥοὴ πρὸς τὸ ἀντίθετον, τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 20, πρβλ. Διόδ. 3. 51· - ὡσαύτως μεταρροή, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 205.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mouvement de reflux.
Étymologie: μεταρρέω.