μεταρρέω
English (LSJ)
A fut. μεταρρῠήσομαι Gal.7.573:—flow differently: change to and fro, ebb and flow, ὥσπερ Εὔριπος Arist.EN1167b7, cf. Aret.SD2.1.
2 change from one side to the other, as from right to left, Pl.Tht.193d: metaph., change sides, transfer one's allegiance or affections, μ. πᾶν τὸ ἔθνος εἰς αὐτόν J.BJ1.4.5; τὰ πράγματα μ. εἰς Μιθριδάτην Posidon.36 J.:—Pass., μεταρρυῆναι εἰς παῖδα Philostr.VA 3.38, cf. VS 2.3.
French (Bailly abrégé)
μεταρρῶ :
I. intr. 1 couler dans un autre sens ; particul. avoir un mouvement de reflux;
2 passer d'un endroit à un autre;
II. tr. faire couler d'un autre côté ; transporter.
Étymologie: μετά, ῥέω.
German (Pape)
(ῥέω), weg und anders wohin fließen, μένει τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῖ ὥσπερ εὔριπος, Arist. Eth. 9.6; und so auch übertragen, ὅτε εἰς Μιθριδάτην τὰ πράγματα μετέρρει, wieder an den M. kommen, Ath. V.212a. – Trans. c. accus. vrbdn, hinüber fließen lassen, Plat. Theaet. 193c, wo man μεταφέρω vermutet.
Russian (Dvoretsky)
μεταρρέω: менять свое течение (ὥσπερ Εὔριπος Arst.): δεξιὰ εἰς ἀριστερὰ μ. Plat. перемещаться справа налево.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρρέω: μέλλ. -ρεύσομαι, ῥέω κατὰ διάφορον κατεύθυνσιν, σχηματίζω παλίρροιαν, ὥσπερ Εὔριπος Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 6, 3, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1. 2) μεταβαίνω ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους εἰς τὸ ἕτερον, οἷον ἐκ δεξιῶν εἰς τὰ ἀριστερά, οἷα τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις τῆς ὄψεως πάθη, δεξιὰ εἰς ἀριστερὰ μεταρρεούσης (μεταφερούσης Ἕρμανν.) Πλάτ. Θεαίτ. 193C· μ. πᾶν τὸ ἔθνος εἰς αὐτὸν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 1. 4, 5· τό πράγματα μ. εἰς Μιθριδάτην Ἀθήν. 212Α.
Greek Monolingual
μεταρρέω (Α)
1. ρέω προς άλλη διεύθυνση, χύνομαι προς άλλο μέρος ή προς τα πίσω, παλιρροώ («μένει τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῖ ὤσπερ Εὔριπος», Αριστοτ.)
2. μεταβαίνω από ένα μέρος σε άλλο, όπως από τα δεξιά στα αριστερά («τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις τῆς ὄψεως πάθη, δεξιά εἰς ἀριστερά μεταρρεούσης», Πλάτ.)
3. μτφ. μεταβαίνω, πηγαίνω.
Greek Monotonic
μεταρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, ρέω προς άλλη διεύθυνση, πηγαίνω πέρα-δώθε, ρέω προς τα πίσω (παλιρροώ), σε Αριστ.
Middle Liddell
fut. -ρεύσομαι
to flow differently, to change to and fro, ebb and flow, Arist.