μηδέποτε
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
Dor. μηδέ-ποκα ib.22.1126.11 (Amphict. Delph., iv B.C.): Adv.:—
A never, with pres. and past tenses, as well as fut., Ar.Pl.1000, Pl.Prt.315b. II μηδέ ποτε and never, Hes.Op.717, 744, A.Pr.1073 (anap.).
German (Pape)
[Seite 170] niemals, Plat. Prot. 315 b u. öfter, μηδέποτ' εἴπῃς, sage niemals, Theaet. 151 d; vgl. Lob. zu Phryn. 458; – getrennt μηδέ ποτε, nachdrücklicher, auch niemals, Hes. O. 719. 746.
Greek (Liddell-Scott)
μηδέποτε: ἐπίρρ. μετ’ ἐνεστ. καὶ παρῳχημένων χρόνων ὡς καὶ μετὰ μέλλοντος, ἔρειδε, μὴ παύσαιο μηδέποτ’ ἐσθίων Ἀριστοφ. Εἰρ. 31· ὡς ηὐλαβοῦντο μηδέποτε ἐμποδὼν ἐν τῷ ἔμπροσθεν εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 315Β, κτλ.· ἴδε οὐδέποτε. ΙΙ. μηδέ ποτε, μηδέ ποτ’ οὐλομένην πενίην θυμοφθόρον ἀνδρὶ τέτλαθ’ ὀνειδίζειν, μηδὲ ὀνείδιζέ ποτε κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715, 742.