τανυήκης
From LSJ
English (LSJ)
ες, (ἀκή)
A = ταναήκης, with long point or edge, ἄορ Il.14.385, Od.10.439, al. II tapering, ὄζοι Il.16.768.
German (Pape)
[Seite 1067] ες, wie ταναήκης, mit langer Spitze, Schneide; τανύηκες ἄορ, Il. 16, 473 Od. 11, 231; auch ὄζοι, Il. 16, 768, weit ausgestreckt.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνυήκης: -ες, (ἀκὴ) ὡς τὸ ταναήκης, ὁ μακρὰν καὶ παρατεταμένην ἔχων τὴν ἀκήν, ὁ κατὰ μῆκος ἠκονημένος, τανύηκες ἄορ. Ἰλ. Ξ. 385, Ὀδ. Κ. 439, κλπ. ΙΙ. τεταμένος, μακρός, αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαινον τανυήκεαας ὅζους Ἰλ. Π. 768.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 à longue pointe, à la pointe aiguë;
2 qui s’allonge.
Étymologie: τανύω, ἀκή.