νοτερός

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτερός Medium diacritics: νοτερός Low diacritics: νοτερός Capitals: ΝΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: noterós Transliteration B: noteros Transliteration C: noteros Beta Code: notero/s

English (LSJ)

ά, όν, (νότος)

   A damp, moist, δρόσος Simon. 183.9 ; βλέφαρον, ὕδωρ, E.Alc.598, Ion149 (both lyr.) ; ἀνεμώνη AP5.73 (Rufin.) ; χειμὼν ν. a storm of rain, Th.3.21 ; πνεῦμα Porph.Antr.II (Comp.) ; τόπος Thphr.HP5.9.8, cf. Epicur. Ep.2p.50U. ; χωρία Onos.8.2 ; τὸ ν. moisture, Pl.Ti.60c.

Greek (Liddell-Scott)

νοτερός: -ά, -όν, (νότος) ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, δρόμος Σιμωνίδ. (;) 179 βλέφαρα, Εὐρ. Ἄλκ. 598, ὡς ἐπίθετ. τοῦ ὕδατος, νοτερὸν ὕδωρ βάλλων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 149· χειμὼν ν., θύελλα μετὰ βροχῆς, Θουκ. 3. 21· τὸ ν., ἡ ὑγρότης, ὑγρασία, Πλάτ. Τίμ. 60C.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
humide ; τὸ νοτερόν l’humidité.
Étymologie: νότος.