τεσσαρεσκαίδεκα

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεσσᾰρεσκαίδεκα Medium diacritics: τεσσαρεσκαίδεκα Low diacritics: τεσσαρεσκαίδεκα Capitals: ΤΕΣΣΑΡΕΣΚΑΙΔΕΚΑ
Transliteration A: tessareskaídeka Transliteration B: tessareskaideka Transliteration C: tessareskaideka Beta Code: tessareskai/deka

English (LSJ)

Ion. τεσσερ-, οἱ, αἱ, τά,

   A fourteen, the first part remaining unaltered even with a neut. Subst., as ἔτεα τεσσερεσκαίδεκα Hdt.1.86; or with a gen., μέχρι τῶν τεσσαρεσκαίδεκα Hp. Morb.3.16:—but sts. the first part changed its gender, τέσσαρα καὶ δέκα Simon.12.

German (Pape)

[Seite 1096] οἱ, αἱ, τά, indecl., vierzehn; Her. 1, 86; Lob. Phryn. 409. Bei den Att. wird τέσσαρες auch flectirt.

Greek (Liddell-Scott)

τεσσᾰρεσκαίδεκα: Ἰων. τεσσερ-, οἱ, αἱ, τά, δεκατέσσαρες, Λατ. quatuordecim, τὸ δὲ πρῶτον συνθετικὸν διαμένει ἀμετάβλητον ἔτι καὶ μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., ὡς, τεσσερεσκαίδεκα ἔτη Ἡρόδ. 1. 86· ― ὁπότε δὲ τὸ πρῶτον μέρος με ἔβαλλε τὸ γένος, ἐγράφετο ἐν διαστάσει, τέσσαρα καὶ δέκα Σιμωνίδ. 14· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 409.

French (Bailly abrégé)

numéral indécl.
quatorze.
Étymologie: τέσσαρες, καί, δέκα.