ὁμαυλία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A a dwelling together, σύζυγοι ὁ. wedded unions, A.Ch.599 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 329] ἡ, das Zusammenwohnen, -liegen, der Beischlaf, Aesch. Ch. 591, Schol. ὁμοκοιτία.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαυλία: ἡ, συνοίκησις, ὁμοκοιτία, συζύγους θ’ ὁμαυλίας, συζυγίας γαμικάς, ἑνώσεις διὰ γάμου, Αἰσχύλ. Χο. 599.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d’habiter ensemble, d’avoir commerce avec.
Étymologie: ὅμαυλος.