παλαιόω
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
English (LSJ)
aor.
A ἐπαλαίωσα LXXLa.3.4: pf. πεπαλαίωκα Ep.Hebr.8.13: (παλαιός):—make old, LXX Jb.9.5, al.:—mostly in Pass., decay through lapse of time, οἱ παλαιούμενοι νεκροί Arist.Mete.390a22; κηρὸς παλαιούμενος Id.HA557b6, al.; τὸ . . παλαιούμενον Pl.Smp.208b, cf. Ti. 59c; τὸ ἱερὸν πεπαλαιῶσθαι Sammelb.5827.11 (i B. C.); πεπαλαιωμένον ἔκπτωμα βραχίονος one which is of long standing, Hp.Art.7; γένος παλαιωθὲν ὑπὸ χρόνου D.H.3.10; πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν LXX Su.52; of wine, become old, Thphr.CP6.7.5, Gal.14.14, al., Ath.1.33a. II abrogate, cancel, [διαθήκην] Ep.Hebr. l.c.
German (Pape)
[Seite 445] alt machen, Sp.; – pass. alt werden; κηρὸς παλαιούμενος, Arist. H. A. 5, 32; οἶνος παλαιωθείς, Ath. I, 27 b; daher veralten, τῷ τὸ ἀπιὸν καὶ παλαιούμενον ἕτερον νέον ἐγκαταλείπειν, Plat. Conv. 208 b; Tim. 59 c. – Wie antiquare, ein Gesetz abschaffen, N. T.; Plut. non posse 4.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιόω: ἀόρ. ἐπαλαίωσα Ἑβδ. (Θρῆνοι Ἱερεμ. Γ΄, 3)· πρκμ. πεπαλαίωκα, παλαιώνω, Ἑβδ. Ἰὼβ Θ΄, 5, ἔνθ’ ἀνωτ.)· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. (ἐνεστ.) γίνομαι παλαιός, κατατρίβομαι, φθείρομαι ἐκ τῆς ἡλικίας, Ἀριστοφ. Μετεωρ. 4. 12, 7, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 2, κ. ἀλλ.· πεπαλαιωμένον ἔκπτωμα τοῦ βραχίονος, παλαιόν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783, 38.
ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, γίνομαι παλαιός ἢ ἄχρηστος, «ξεθυμασμένος», ἐπὶ οἴνου, Ἀθήν. 33Α· τὸ ... παλαιούμενον Πλάτ. Συμπ. 208Β, πρβλ. Τίμ. 59C. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. antiquare, καταργῶ, ἀκυρῶ νόμον, Καιν. Διαθ. (ἔνθ’ ἀνωτ.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. au pr. rendre vieux ; Pass.
1 devenir vieux, vieillir;
2 tomber en désuétude, passer, disparaître;
II. particul. abroger une loi.
Étymologie: παλαιός.