οὖλον
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
τό, mostly in pl., οὖλα, τά,
A the gums, A.Ch.898, Hp.Epid. 7.113, Aph.3.25, Morb.2.11, Pl.Phdr.251c, Nic.Th.306, etc.: sg., Arist.HA493a1, D.L.7.176.
German (Pape)
[Seite 413] τό, das Zahnfleisch, gew. im plur., οὔλοισιν ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα, Aesch. Ch. 885; τὰ οὖλα, Plat. Phaedr. 251 c; oft bei Medic.; sing. bei D. L. 7, 176.
Greek (Liddell-Scott)
οὖλον: τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων σάρξ, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως πρῆσμα τῶν οὔλων, οἴδημα, Ἱππ. 464. 28, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
gencive.
Étymologie: DELG étym. obscure.