παραπλέκω

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλέκω Medium diacritics: παραπλέκω Low diacritics: παραπλέκω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: paraplékō Transliteration B: paraplekō Transliteration C: parapleko Beta Code: paraple/kw

English (LSJ)

   A braid or weave in, Hp.Vict.1.14 : metaph., μύθους Str.1.2.35 :—Pass., to be woven into, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται Id.1.2.27 ; τὸ μηδ' ὅλως ἐν τῷ κόσμῳ μηδαμοῦ-πεπλέχθαι κενόν Gal.4.474.    II braid or curl along the forehead, τὰς τρίχας Poll.2.35 ; π. ἑαυτόν becurl himself, Plu.2.785e :—Med., παραπλέκεσθαι Ael.NA16.11 ; παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ ἡ ἀναπεπλεγμένη Poll. l.c.    III mix with medicines, Ruf. ap. Orib.8.39.5, Philum. ap. eund.45.29.45, Gal.11.88 ; so of pigments, τὸ ξανθὸν τῷ κυανῷ π. Procop.Gaz.p.157 B.

German (Pape)

[Seite 494] dazwischen, darein flechten, Hippocr.; vom Haarputz der Frauenzimmer, sich Locken von fremdem Haar ansetzen, ἑαυτόν, Plut. an seni 4; auch med., Ael. H. A. 16, 11; Poll. 2, 35 erkl. es aber einfach durch ἀναπλέκω und führt παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ an, und so steht es auch Plut. Is. et Os. 15. Uebertr., ὅλῃ τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται, Strab. 1, 2, 27; vgl. Plut. pr. frig. 15.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλέκω: μέλλ. -ξω, ἐμπλέκω, ἐνυφαίνω, Ἱππ. 345. 36· μύθους Στράβ. 43· - Παθητ., ἐνυφαίνομαι, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται ὁ αὐτ. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 951D. II. σγουρώνω ἢ ἀναπλέκω τὴν κόμην κατὰ μῆκος τοῦ μετώπου, τὰς τρίχας Πολυδ. Β΄, 35· π. ἑαυτόν, κοσμεῖν ἑαυτὸν διὰ πλοκῆς τῆς κόμης, Πλούτ. 2. 785Ε· οὕτω μέσ. παραπλέκεσθαι, Αἰλ. π. Ζ. 16. 11, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

1 tresser le long de, particul. tresser les cheveux le long de la tête : ἑαυτόν PLUT se faire des boucles;
2 tisser avec, fig. insérer dans;
Moy. παραπλέκομαι se faire des boucles.
Étymologie: παρά, πλέκω.