παρωθέω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
late aor.
A παρώθησα Lyd.Mag.2.28 :—push sideways, ἐς χώρην Hp.Art.18 ; push aside or away, reject, Ἔρωτα S.Tr.358 ; δοῦλον λέχος E.Andr.30, cf. El.1037 :—Pass., to be set aside, slighted, X. HG2.3.14 ; παρεῶσθαι καὶ ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει D.2.18, cf. 23.105 (in both places with v.l. παρεωρᾶσθαι). 2 supersede, Gal.14.2. 3 surpass, Lyd. l.c. II Med., push away from oneself, reject, ξένους E.Heracl.237 ; ἄνδρα Aeschin.1.103, cf. LXX 2 Ma.4.11 ; π. [τὸν Δία] τῆς τιμῆς put him out of his place of honour, Luc. Tim.4 ; π. τὸ χρεών put fate aside, Epigr. Gr.519 (Thessalonica). 2 of Time, put off, Pl.R.471c. 3 Gramm., not to admit of, A.D.Pron.24.21, 115.16.
German (Pape)
[Seite 529] (s. ὠθέω), fortstoßen, drängen, verachten, verweigern; τἄνδον παρώσας λέκτρα, Eur. El. 1037; Troad. 656; Pol. 5, 84, 3 u. Folgde; ἔρωτα, verhehlend, Soph. Trach. 358; – bes. im med., μὴ παρώσασθαι ξένους, Eur. Heracl. 238; παρεῶσθαι, Dem. 2, 18, Schol. καταφρονεῖσθαι; Sp., περὶ τὰς πλουσίων θύρας ἀλλήλους παρωθούμενοι, Luc. Pisc. 34, der auch Tim. 4 παρωσάμενοι τῆς τιμῆς verbindet. – Von der Zeit, aufschieben, Plat. Rep. V, 471 c.
Greek (Liddell-Scott)
παρωθέω: μέλλ. -ώσω καὶ -ωθήσω· ― ὠθῶ πλαγίως, εἰς χώραν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὠθῶ κατὰ μέρος ἢ μακράν, ἀπορρίπτω, περιφρονῶ, Ἔρωτα Σοφ. Τρ. 358· δοῦλον λέχος Εὐρ. Ἀνδρ. 30, πρβλ. Ἠλ. 1037. ― Παθ., παραμελοῦμαι, περιφρονοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 14· παρεῶσθαι καὶ ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει Δημ. 23. 14, πρβλ. 655. 15 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρου γραφ. παρεωρᾶσθαι). 2) Μέσ., ἀπωθῶ μακράν μου, ἀπορρίπτω, Εὐρ. Ἡρακλ. 237, Αἰσχίν. 14. 38· π. τινα τιμῆς, ἀποβάλλω τῆς ἀρχῆς, Λουκ. Τίμ. 4· π. τῶν χρεών, βάλλω τὸ πεπρωμένον κατὰ μέρος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 519. 3) ἐπὶ χρόνου, ἀναβάλλω, Πλάτ. Πόλ. 471G.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. παρωθήσω ou παρώσω, ao. πάρωσα;
pousser de côté, fig. dissimuler;
Moy. παρωθέομαι-οῦμαι repousser de côté loin de soi, acc. ; fig. repousser durement, chasser : τινα τιμῆς LUC exclure qqn d’une charge honorifique.
Étymologie: παρά, ὠθέω.