περαίωσις
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
εως, ἡ,
A crossing over, Str.12.5.1,al., Plu.Tim.16.
German (Pape)
[Seite 562] ἡ, das Uebersetzen, Philostr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περαίωσις: ἡ, (περαιόω) διάβασις εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, συμπράττοντος τοῦ ῥοῦ πρὸς τὴν περαίωσιν Στράβ. 591· τὴν ἐκεῖθεν περαίωσιν… ἄπορον ὁρῶντες Πλουτ. Τιμ. 16. ΙΙ. ἐκτέλεσις, Βυζ.· τέλος, αὐτόθι. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de passer au delà, trajet.
Étymologie: περαιόω.