πιλωτός
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ή, όν, (πιλόω)
A = πιλητός, of felt, σκηναὶ π., of the Scythians, Str.7.3.17 ; τιάρας περικείμενοι πιλωτάς Id.15.3.15. II compressed, = Lat. densus, Serv.Dan.ad Verg.A.12.121.
German (Pape)
[Seite 615] = πιλητός; dah. τιάρας περικείμενοι πιλωτάς, Strab. 15, 3, 15; D. Hal. 2, 64 nennt den pileus der römischen flamines πιλωτά.
Greek (Liddell-Scott)
πῑλωτός: -ή, -όν, (πιλόω) = πιλητός, ὁ ἐκ πιλήματος συμπεπιλημένος, σκηναὶ π., ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, Στράβ. 307· τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς ὁ αὐτ. 733· καὶ ὁ Διον. Ἁλ. 2. 64 καλεῖ τοὺς πίλους (pilei) τῶν Ρωμαίων ἱερέων (Flamines) πιλωτά· πρβλ. πιλοφόρος.