προίκιος
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
ον, = foreg. 1, π. ἀοιδός, of the cicada, AP6.120 (Leon.); π. χάρις, of honey, ib.9.404 (Antiphil.); dub. l. in Call.Fr. 542 = Oxy.2079.34.
German (Pape)
[Seite 725] = Vorigem; χάρις, heißt der Honig, Antiphil. 29 (IV, 404); ἀοιδός, d. i. τέττιξ, Leon. Tar. 60 (VI, 120).
Greek (Liddell-Scott)
προίκιος: ον = τῷ προηγ., πρ. ἀοιδός, ἐπὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνθ. Π. 6. 120· πρ. χάρις, ἐπὶ τοῦ μέλιτος, αὐτόθι 9. 404.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait qch gratuitement.
Étymologie: προίξ.