χήμη
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
ἡ, (χάσκω)
A yawning, gaping, Hsch. II clam, Philyll. 13, Arist.HA547b13, Ael.NA15.12; χ. τραχεῖαι, λεῖαι, PCair.Zen. 82.12 (iii B. C.), cf. Xenocr.Aq.31. 2 measure, Hp.Mul.1.75, 78: there were larger and smaller kinds, Cleopatra ap.Gal.19.769.
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, 1) das Gähnen, Maulaufsperren. – Dah. die Gienmuschel, mit zwei klaffenden Schaalen, chama, Arist. H. A. 5, 15 Ael. H. A. 15, 12 u. A. – 2) ein Maaß von drei, u. ein kleineres von zwei Drachmen, Hippocr.; vgl. Lob. Phryn. 387.
Greek (Liddell-Scott)
χήμη: ἡ, (√ΧΑ, χάσκω) τὸ χαίνειν, χάσκειν· χάσμη, «χήμη· χηραμίς. ☥λεία» Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος κογχύλης, «χηβάδας» κληθείσης οὕτως ἐκ τοῦ χαίνοντος ὀστράκου αὐτῆς, Λατ. chama, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 14, Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 12, Ξενοκρ. 9. 16, 37, 38, 43, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν σελ. 116, 117, 145, κτλ. 2) μέτρον ἔχον περίπου τὴν χωρητικότητα τοῦ ὀστράκου τῆς χήμης (πρβλ. κόγχη), Ἱππ. 621. 42., 625. 31· ὑπῆρχον δύο εἴδη, μεῖζον καὶ ἔλασσον, πρβλ. Γαλην. 19. 763. - Ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 387.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
came, sorte de coquillage.
Étymologie: χαίνω.