περιέλκω
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
English (LSJ)
Att. aor. περιείλκῠσα, later
A -εῖλξα Philostr.Her.19.8 :—drag round, drag about, X.An.7.6.10 ; π. τινὰ ὡς ἀνδράποδον Arist.EN1145b24; π. [τὸν Ἕκτορα] τῷ τείχει Philostr. l.c. :—Pass., Hp.Fract.13, Art. 3, Pl.Prt.352c, Arist.EN1147b16. 2 metaph., π. τοὔνομα drag one's good name in the mire, Jul.Or.7.214d. 3 divert, distract, κύκλῳ π. τινά Pl.Chrm.174b ; π. διάνοιαν ἐπί τι Gal.6.851 :—Pass., ἀπό τινος εἴς τι Longin.15.11.
German (Pape)
[Seite 574] (s. ἕλκω), herumziehen; πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ, Plat. Charm. 174 b; u. pass., Prot. 352 c; herumschleppen, δόντα δίκην ὧν ἡμᾶς περιεῖλκε, Xen. An. 7, 6, 10; Sp., wie Luc. Dem. enc. 18 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιέλκω: Ἀττικ. ἀόρ. περιείλκῠσα (ἴδε ἕλκω): ― σύρω πέριξ, σύρω τῇδε κἀκεῖσε, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 10˙ π. τινα ὡς ἀνδράποδον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 1˙ π. τὸν Ἕκτορα τῷ τείχει Φιλόστρ. 735. ― Παθ., Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 761, περὶ Ἄρθρ. 781. 2) περισύρω κατ’ ἄλλον τρόπον, ἀποσπῶ τοῦ προκειμένου, περισπῶ, κύκλῳ π. τινά, Λατ. huc illuc ducere, Πλάτ. Χαρμ. 174Β˙ π. διάνοια ἐπί τι Γαλην.˙ ― Παθ., Πλάτ. Πρωτ. 352C ἀπό τινος εἴς τι Λογγῖν. 15. 11.
French (Bailly abrégé)
f. περιέλξω, ao. περιεῖλξα, etc.
tirer autour ou en tous sens.
Étymologie: περί, ἕλκω.