φοινικοφαής
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ές,
A ruddy-glancing, πούς E.Ion163(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1296] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. πούς, Ion 163.
Greek (Liddell-Scott)
φοινῐκοφαής: -ές, ὁ φαινόμενος φοινικοῦς, οὐκ ἄλλῃ φοινικοφαῆ πόδα κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
brillant de couleur rouge, d’un rouge brillant.
Étymologie: φοῖνιξ¹, φάος.