πρωτοτόκος

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοτόκος Medium diacritics: πρωτοτόκος Low diacritics: πρωτοτόκος Capitals: ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: prōtotókos Transliteration B: prōtotokos Transliteration C: prototokos Beta Code: prwtoto/kos

English (LSJ)

(parox.), Dor. πρᾱτοτόκος, ον,

   A bearing or having borne her first-born, μήτηρ π., of a heifer, Il.17.5; αἴξ Theoc. 5.27; ὗς, ταὧς, Arist.HA546a12, 564a30; κύων Dsc.2.70.6; of women, Pl.Tht.151c,161a; νύμφη Orph.L.193.    II proparox. πρωτότοκος, ον, Pass.,first-born, LXX Ge.22.21,al., Ev.Luc.2.7, PLips. 28.15 (iv A.D.), Man.3.9; τὰ π. τῶν προβάτων LXX Ge.4.4, cf. PMag. Osl.1.312; π. ἐγὼ ἢ σύ LXX 2 Ki.19.43.    2 metaph., π. πάσης κτίσεως Ep.Col.1.15; of Homer, opp. Nicander, AP9.213.

German (Pape)

[Seite 806] zuerst, zum ersten Male gebärend od. geboren habend; μήτηρ πρωτοτόκος, οὐ πρὶν εἰδυῖα τόκοιο, Il. 17, 5, von einer Kuh; – von Frauen; Plat. Theaet. 151 c; Maneth. 3, 9. – Aber mit verändertem Ton, πρωτότοκος, erstgeboren, Ep. ad. 567 (IX, 213).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοτόκος: Δωρ. πρᾰτοτόκος, ον, ἡ πρώτως τετοκυῖα, ἡ πρώτην φορὰν γεννήσασα, κοινῶς «πρωτάρα», πρ. μήτηρ, ἐπὶ δαμάλεως, Ἰλ. Ρ. 5· αἴξ Θεόκρ. 5. 27· ὗς, ταὧς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20., 6. 9, 2· ἐπὶ γυναικῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 151C, 161Α, Ἀνθ. Π. 8. 163, Ὀρφ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτότοκος, ον, παθ., πρῶτος τεχθείς, ὁ πρῶτος γεννηθείς, Ἀνθ. Π. 9. 213, Καιν. Διαθ.· τὰ πρ. τῶν προβάτων Ἑβδ. (Γεν. Δ΄, 4)· πρ. ἢ σὺ οἱ αὐτ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 43). - Ἐπίρρ. πρωτοτόκως, Οἰκουμέν. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 119, σ. 20. - Ἰδὲ Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 538 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

adj. f.
qui met bas pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, τίκτω.