ῥαβδίζω
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
English (LSJ)
A beat with a rod or stick, cudgel, Ar.Lys.587, Pherecr.50, 2 Ep.Cor.11.25 (Pass.); ῥ. δένδρα thresh trees, to bring down the fruit, Thphr.CP1.19.4 (Pass.), cf. PRyl.148.20 (i A.D.); ἐλάας Thphr.CP 5.4.2; ῥ. [κριθάς] thresh out barley, LXX Ru.2.17; σῖτον ib.Jd.6.11.
German (Pape)
[Seite 829] mit der Ruthe, dem Stocke schlagen, streichen; Pherecrat. bei B. A. 113, 5; Ar. Lys. 587; Theophr.; N. T.; πυρούς, Weizen ausdreschen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδίζω: ὡς καὶ νῦν, κτυπῶ, δέρω διὰ τῆς ῥάβδου, ξυλίζω, Ἀριστοφ. Λυσ. 587, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 12· ῥ. δένδρα, κτυπῶ αὐτὰ διὰ ῥάβδου ὅπως καταρρίψω τὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 4, κτλ.· ἐλαίας αὐτόθι 5. 4, 2· ῥ. πυρούς, τύπτων ἀποχωρίζω τὸν σῖτον, Ἑβδ. (Ροὺθ Β΄, 17).
French (Bailly abrégé)
battre avec une baguette.
Étymologie: ῥάβδος.