σιταγωγέω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
A convey corn, c. acc. cogn., σ. σιταγωγίαν Luc.Nav. 14: abs., D.C.47.37,49.27:—Med., import corn, IG22.28.18.
German (Pape)
[Seite 884] Getreide führen, fahren, Getreide zuod. herbeiführen, Sp., wie Luc. Nav. 14.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτᾰγωγέω: φέρω σῖτον, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 14· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. σιταγωγίαν Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀπολ., Δίων Κ. 47. 37., 49. 27.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
amener un convoi de blé.
Étymologie: σιταγωγός.