σηπία
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
ἡ,
A cuttle-fish, sepia, Hippon.68 B, Epich.61, Ar.Ach.351, al., Antipho Soph.78, Arist.HA524a25, al.; a dainty at Athens, Ar. Ach.1040, etc.
German (Pape)
[Seite 875] ἡ, der Blackfisch od. Tintenfisch, der, verfolgt, eine schwarze, leuchtende Feuchtigkeit von sich giebt, aus der die braune Malerfarbe sepia bereitet wird; Ar. Ach. 332 Eccl. 126; Arist. H. A. 4, 8; Ath. VII, 323 ff.
Greek (Liddell-Scott)
σηπία: ἡ, «σουπιά», μαλάκιον ὅπερ διωκόμενον ἐκπέμπει μέλαν τι ὑγρὸν καὶ θολώνει τὰ ὕδατα ὅπως διαφύγῃ· ἐκ τοῦ ὑγροῦ δὲ τούτου παρασκευάζεται καὶ τὸ χρῶμα σηπία, Ἱππῶναξ 62, Ἐπίχ. 33 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 351, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21, κ. ἀλλ.· πρβλ. θολός (ὁ), θολόω· - ἐν Ἀθήναις ἔτρωγον αὐτὴν ὡς ἔδεσμα ἐκ τῶν ἀρίστων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1040, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
seiche, poisson qui jette une liqueur noire avec laquelle on prépare la sépia.
Étymologie: DELG obscur.