συναπεργάζομαι
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
English (LSJ)
A help in finishing or completing, Pl.R.443e, Ti.38e. II σ. τοὺς μύθους τῇ λέξει, τοῖς σχήμασι, elaborate the plots by language and gestures, Arist.Po.1455a22,30; of an orator, σ. σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆτι καὶ ὅλως τῇ ὑποκρίσει help the effect by the use of gestures, etc., Id.Rh.1386a31.
German (Pape)
[Seite 1001] dep. med., mit od. zugleich fertig machen, bereiten helfen; Plat. Tim. 38 e Rep. IV, 473 a; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συναπεργάζομαι: ἀποθετ., ἀπεργάζομαι ὁμοῦ, τελειώνω ὁμοῦ, Πλάτ. Πολ. 443Ε, Τίμ. 38Ε. ΙΙ. σ. τοὺς μύθους τῇ λέξει, τοῖς σχήμασι, βοηθῶ διὰ τῆς γλώσσης καὶ τῶν κινήσεων τοῦ σώματος τὴν ἐξιστόρησιν τῶν μύθων ὥστε νὰ φέρωσιν ἀποτέλεσμα ἐπὶ τοὺς ἀκούοντας, Ἀριστ. Ποιητ. 17, 1, πρβλ. 3· οὕτως ἐπὶ ῥήτορος, σ. σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆτι καὶ ὅλως τῇ ὑποκρίσει ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 8, 14.
French (Bailly abrégé)
1 aider à achever, à accomplir ou à exécuter;
2 venir en aide à, compléter ou achever l’effet (de la parole par la diction, le geste, etc.).
Étymologie: σύν, ἀπεργάζομαι.