φιλοδέσποτος

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοδέσποτος Medium diacritics: φιλοδέσποτος Low diacritics: φιλοδέσποτος Capitals: ΦΙΛΟΔΕΣΠΟΤΟΣ
Transliteration A: philodéspotos Transliteration B: philodespotos Transliteration C: filodespotos Beta Code: filode/spotos

English (LSJ)

ον,

   A loving one's lord or master, ἀνδράποδα φ. slaves that hug their chains, cringing slaves, Hdt.4.142, cf. Com.Adesp.24.13 D.; φύσει φ. D.S.17.66; φιλόδουλοι καὶ φιλοδέσποτοι J.BJ4.3.10; δῆμος φ. Thgn.849; in good sense, φ. ἀπελεύθερος MAMA4.336 (Eumeneia); of dogs, Plu. 2.491c: τὸ φ. Luc.Fug.16; φ. θεραπεῖαι Ph.1.474: as Subst., title of plays by Timostratus, AB80 (where dat. -τῃ), Theognetus, Ath. 14.616a, and Sogenes, IG22.2323.157.

German (Pape)

[Seite 1279] seinen Herrn, Gebieter liebend; Theogn. 847; Eur. Ion 709; ἀνδράποδα φιλοδέσποτα, die Zwingherren liebende Knechte, Her. 4, 142; Sp., wie Ael. H. A. 6, 62.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδέσποτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν δεσπότην του, τὸν κύριόν του, ἀνδράποδα φ., δοῦλοι ἀρεσκόμενοι εἰς τὴν δουλείαν, ἀγαπῶντες τοὺς κυρίους των καὶ ἀφωσιωμένοι εἰς αὐτούς, Ἡρόδ. 4. 142· φ. φύσει Διόδ. 17. 66, Πολυδ. Γ΄, 74· δῆμος φ. Θέογν. 847 (πρβλ. φιλόδουλος)· ἐπὶ κυνῶν, Πλούτ. 2. 491C· τὸ φιλοδέσποτον Λουκ. Δραπ. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime son maître ; τὸ φιλοδέσποτον l’amour pour un maître.
Étymologie: φίλος, δεσπότης.