τρανότης
From LSJ
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A clearness, plainness, Ph. 2.185, Muson.Fr.4p.19H., Plu.2.720e: pl., τῆς σελήνης Ph.2.61, cf. Plot. 1.4.3.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱνότης: -ητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ τρανοῦ, σαφήνεια, εὐκρίνεια, καθαριότης (φωνῆς ἢ ἀκοῆς), Πλούτ. 2. 720Ε, Φίλων, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
clarté, éclat (du son).
Étymologie: τρανός.