χρέμπτομαι
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
aor. εχρεμψάμην Luc. (v. infr.), Jul.Or.7.205c:—
A clear one's throat, hawk and spit, cough, E.Cyc.626; esp. before making a speech, Ar.Th.381; χ. ὡς πτύσων Gal.Protr.8: c. acc., αἱματῶδες χ. spit blood, Hp.Epid.5.14; μῆλα χ. Eup.163(lyr.); πλατὺ χρεμψάμενος Luc.Cat.12, cf. Pr.Im.20:—Pass., πράσα . . χρέμπτεται are expectorant, Ruf. ap. Orib.inc.4.28. (Akin to χρεμετίζω.)
German (Pape)
[Seite 1370] sich räuspern, bes. ausspucken; Eur. Cycl. 626; σιώπα, πρόσεχε τὸν νοῦν· χρέμπτεται γὰρ ἤδη, ὅπερ ποιοῦσ' οἱ ῥήτορες Ar. Th. 381; Luc. Catapl. 12; auch kom. μῆλα χρέμπ τεται, Eupol. bei Ath. XIV, 646 f.
Greek (Liddell-Scott)
χρέμπτομαι: μέλλ. -ψομαι, ἀποθ., βήχω ὅπως ἐκβάλλω φλέγμα ἢ βήχω καὶ ἐκβάλλω φλέγμα, οὐδὲ πνεῖν ἐῶ,.. οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα Εὐρ. Κύκλ. 626· ἐπὶ ῥήτορος μέλλοντος νὰ ἀγορεύσῃ, σιώπα, πρόσεχε τὸν νοῦν· χρέμπτεται γὰρ ἤδη, ὅπερ ποιοῦσιν οἱ ῥήτορες Ἀριστοφ. Θεσμ. 381· μετ’ αἰτ., αἱματῶδες χρ., διὰ τῆς χρέμψεως ἐκπτύει αἷμα, Ἱππ. 1145G· οὕτω, μῆλα χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 17· πλατὺ χρεμψάμενος Λουκ. Κατάπλ. 12, πρβλ. τὸν αὐτ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ χρεμετίζω, πρβλ. τὸν αὐτ. ὑπέρ τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ χρεμετίζω, πρβλ. τὸ Λατ. s-creo).
French (Bailly abrégé)
cracher avec force ou avec bruit.
Étymologie: DELG χρεμετίζω.