μέλας
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
(
A μέλᾰς Rhian.58, where μέγας is corrupt for μέλας) , μέλαινα, μέλᾰν; gen. μέλᾰνος, μελαίνης, μέλᾰνος, etc.; Ep. dat. μείλανι (metri gr.) Il.24.79: Aeol. nom. μέλαις, from *μέλανς, Choerob. in Theod. 1.123, Greg.Cor.p.599 S., hence restored in Sapph.57:—black, dark: in Hom. generally, dark in colour, οἶνος Od.5.265; μέλαν αἷμα, κῦμα, Il.4.149, 23.693; γαῖα μέλαινα 2.699, cf. Sapph.Supp.5.2; ὕδωρ μέλαν Αἰσήποιο Il.2.825, cf. Od.4.359, νηῦς μ., from its being pitched over, Il.1.300, al.; of men, dark, swarthy, μέλανας δὲ ἀνδρικοὺς ἰδεῖν Pl.R.474e; ἰσχυρός τις ἦν, μ. D.21.71; τὰ μ. black marks about the ears of dogs, X.Cyn.5.23. II dark, murky, ἕσπερος Od.1.423; εὐφρόνα Pi.N.7.3. III metaph., black, dark, θάνατος Il.2.834, etc.; κήρ ib.859, etc.; ὀδύναι 4.117, etc. (the origin of the metaphor is seen in the phrases θανάτου μ. νέφος, ἄχεος νεφέλη μ., 16. 350, 18.22); μ. τύχα, ἀρά, A.Supp.89 (lyr.), Th.832 (lyr.); Ἐρινύς ib.993 (lyr.), cf. Eu.52; ἄτα Id.Ag.769 (lyr.); Ἄρης ib.1511 (lyr.); Ἅιδης S.OT29; Ἅιδου μ. ἀνάγκα E.Hipp.1388 (lyr.), etc.; ἡμέραι μέλαιναι, = Lat. dies atri, Plu.Luc.27. 2 of the voice, indistinct, Arist.Top.106a25, Philostr.VA4.44; βραχὺ καὶ μ. φώνημα, of Nero, D.C.61.20. 3 dark, obscure, enigmatical, ἱστορίη AP11.347 (Phil.). 4 of character, dark, malignant, μ. φρήν, καρδία, Sol.42.4, Pi.Fr.123.4; μ. ἄνθρωποι Plu.2.12d; μ. ἦθος M. Ant.4.28. IV Comp. μελάντερος, α, ον, blacker, very black, τοῦ δ' οὔ τι μελάντερον ἔπλετο ἔσθος Il.24.94: prov. of thick darkness, [νέφος] μελάντερον ἠΰτε πίσσα (v. ἠΰτε) 4.277: Sup. μελάντατος Hp. VC14, Ar.Fr.580, etc.:—Comp. also μελανώτερος Str.16.4.12: Sup. μελαινότατος AP11.68 (Lucill.), Epigr.Gr.320.4 (Thyatira). V μέλαινα (sc. νοῦσος), ἡ, Medic., of diseases causing black secretions (such as melaena), Hp.Morb.2.73. VI μέλαν, τό, v. sub voc. (Cf. Skt. málam 'dirt', malinás 'dirty', Lett. melns 'black'.)