μένος
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
εος, τό,
A might, force, μή μ' ἀπογυιώσῃς μένεος, ἀλκῆς τε λάθωμαι Il.6.265; μ. χειρῶν 5.506 (more freq. μ. καὶ χεῖρες 6.502, al.); μ. καὶ γυῖα 6.27. 2 of animals, strength, fierceness, παρδάλιος, λέοντος, 17.20; of horses, spirit, ib.456, 476, etc.; ἵππος κατασθμαίνων μένει A.Th. 393; ὑπὸ χαρᾶς καὶ μένους, of dogs, X.Cyn.6.15. 3 of things, force, might, [ἔγχεος] Il.13.444; ἠελίοιο Od.10.160; πυρός Il.6.182, Ar.Ach. 665; ποταμῶν Il.12.18, cf. A.Pr.720; ἄστρων θερμὸν μ. Parm.11.3; ἀνέμων Emp.111.3; χειμῶνος E.Heracl.428; χαλινῶν ἀναύδῳ μένει A. Ag.238 (lyr.); ἄτης Id.Ch.1076 (anap.); τὸ ἀπὸ τοῦ οἴνου μ. Hp.Acut. 63, cf. VM9. 4 life, ἀπὸ γὰρ μ. εἵλετο χαλκός Il.3.294; λύθη ψυχή τε μ. τε 5.296; φυσῶσι μέλαν μ. the black life-blood, S.Aj.1412 (anap.), cf. A.Ag.1067. II of the soul, spirit, passion, μ. ἀνδρῶν the battlerage of men, Il.2.387; μ. Ἄρηος 18.264: less freq. in pl., mostly in phrase μένεα πνείοντες 2.536, al.; μένος καὶ θυμός 5.470, al., h.Cer. 361; μ. καὶ θάρσος Il.5.2, Od.1.321; μ. ἔλλαβε θυμόν Il.23.468; μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμόν 22.312; μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφὶ μέλαιναι πίμπλαντο 1.103: also in Att., ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος Ar.V.424; ὅτε ζέσειεν τὸ τοῦ θυμοῦ μ. Pl.Ti.70b; μένους τὴν ψυχὴν πληρουμένην Alcid. ap. Arist.Rh.1406a2 (but νοῦς . . πληρωθεὶς μένους filled with spiritual exaltation, Plot.5.5.8); θυμὸς ὁ κρατέων τῶ μένεος Theag. ap. Stob.3.1.117; προθυμία καὶ μ., μ. καὶ θάρρος, X.Cyr.3.3.61, HG7.1.31; παντὶ μένει σπεύδων Hes.Sc.364. 2 intent, purpose, [Τρώων] μ. αἰὲν ἀτάσθαλον their bent is aye to folly, Il.13.634: in pl., intents, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς 8.361: hence, temper, disposition, in compds., like εὐμενής, δυσμενής. III in periphr., like βίη, etc., ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο, for Antinous himself, Od.18.34; μένος Ἀτρεΐδαο Il.11.268; μένε' ἀνδρῶν 4.447, Od.4.363; καταφθιμένου μ. ἀνδρός Emp.111.9; αἴης λάσιον μ. Id.27.2; αἰθέριον μ., = αἰθήρ, Id.115.9. (Cf. Skt. mánas 'spirit', 'passion', Gr. μέμονα, μαίνομαι.)