ἀδευκής

From LSJ
Revision as of 15:21, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδευκής Medium diacritics: ἀδευκής Low diacritics: αδευκής Capitals: ΑΔΕΥΚΗΣ
Transliteration A: adeukḗs Transliteration B: adeukēs Transliteration C: adefkis Beta Code: a)deukh/s

English (LSJ)

ές, Hom. only in Od.,

   A ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ 4.489; ἀδευκέα πότμον 10.245; φῆμιν ἀδευκέα 6.273, cf. A.R.2.267, etc. (Expl. by Scholl. either (cf. δεῦκος, q.v.) not sweet, i. e. bitter, cruel, or (cf. δεύκει) unexpected, cf. Apollon. Lex., Hsch.:—ἀ.φωνή expl. as not imitative, opp. πολυδευκής, Ael.NA5.38.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀδευκής: -ές, λέξις παρ’ Ὁμήρ. ἀπαντῶσα μόνον ἐν Ὀδ., ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ, Δ. 489· ἀδευκέα πότμον, Κ. 245· φῆμιν ἀδευκέα, Ζ. 273: ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. κτλ.· ― κοινῶς ἑρμηνεύεται, οὐχὶ γλυκύς, πικρός, σκληρὸς (δεῦκος γὰρ τὸ γλυκύ, λέγει ὁ Σχολ. τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. 2. 267, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 489, κτλ.), καὶ ὁ Νίκ. ἐν τοῖς Ἀλεξ. 328, μετεχειρίσθη δευκέϊ οἴνῳ, = γλυκέϊ. Ἀλλ’ οἱ Σχολιαστ. σχεδὸν πάντοτε προσθέτουσι καὶ ἄλλην σημασίαν, = ἀπεοικώς, ἀπροσδόκητος, ἀπροόρατος, ἀνείκαστος, ὁ Ἀπολλών. ἐν τῷ Λεξ. Ὁμ. ἑρμηνεύει, «ἀδευκεῖ, ἤτοι τῷ ἀπεοικότι; ἢ οἷον ἀδεχεῖ (ἴσως ἀδοκεῖ), ἀπροσδοκήτῳ.» Καὶ ὁ Κούρτιος δὲ δοξάζει ὡς πιθανόν, ἐπὶ ἐτυμολογικῶν λόγων στηριζόμενος, ὅτι ἡ τελευταία αὕτη σημασία εἶναι ἡ ἀληθὴς Ὁμηρική, ἡγούμενος ὅτι τὸ δευκής ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ δοκέω, πρβλ. ἐνδυκέως, Πολυδεύκης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non doux, amer, triste, cruel.
Étymologie: ἀ, δεῦκος.

English (Autenrieth)

odious, unpleasant; θάνατος, πότμος, φῆμις.