Ἀθῆναι
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Dor. Ἀθᾶναι, ῶν, αἱ,
A the city of Athens (for the pl. cf. Θῆβαι, Μυκῆναι), Hom., etc.; (sg. Ἀθήνη Od.7.80, IG1.373107):—Ἀθῆναι generally, = Ἀττική, of the whole country, Hdt.9.17. II Advbs., Ἀθήναζε, to Athens, IG1.27a, Th.4.46, X.Ath.1.16: Ἀθήνηθεν,
A from Athens, Lys.13.25, etc.; poet. Ἀθηνόθεν, AP7.369 (Antip.): Ἀθήνησιν,
A at Athens, IG1.59, D.18.66, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀθῆναι: Δωρ. Ἀθᾶναι, ῶν, αἱ, ἡ πόλις Ἀθῆναι, κατὰ πληθ. ἐπειδὴ συνίστατο ἐκ πολλῶν μερῶν (πρβλ. Θῆβαι, Μυκῆναι), Ὅμ., κλπ.: ὁ ἑνικὸς τύπος (ὡς Θήβη) εὕρηται ἐν Ὀδ. Η. 80: - Ἀθῆναι γενικώτερον = Ἀττική, ἡ ὅλη δηλ. χώρα, Ἡρόδ. 9. 17. ΙΙ. Ἐπιρρήματα: Ἀθήναζε, εἰς Ἀθῆνας. Ἐπιγραφ. Ἀττ. (Berl.) 38g 11., 43, Θουκ. 4, 46, Ξεν. Ἀθ. Πολ. 1.16: - Ἀθήνηθεν = ἐξ Ἀθηνῶν, Λυσ. 132. 7, κτλ. ποιητ. Ἀθήνοθεν, Ἀνθ. Π. 7. 369: - Ἀθήνησιν, = ἐν Ἀθήναις. Ἐπιγρ. Ἀττ. (Berl.) 26, 28, 29, Δημ. 247. 1, κτλ. Οἱ τύποι οὗτοι ἦσαν Ἀττικώτεροι τῶν κοινῶν εἰς Ἀθήνας, ἐξ Ἀθηνῶν, ἐν Ἀθήναις, Γρηγ. Κορ. σ. 165, Heind. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 281Α.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
1 Athènes;
2 l’Attique ; ἄκρον Ἀθηνέον (ion.) OD le promontoire d’Attique, càd Sounion.
Étymologie: Ἀθηνᾶ.
English (Autenrieth)
(Od. 7.80): Athens, Il. 2.546, , Od. 3.278, 307.