ἀλείτης
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ου, ὁ,
A sinner, of Paris and suitors of Penclope, Il.3.28, Od.20.121:—ἀλείτης τινός sinner against one, A.R.1.1338:—fem. ἀλεῖτις Hdn.Gr.2.67; cf. ἀλιταίνω, ἀλοιτός.
German (Pape)
[Seite 92] ὁ (ἀλιτεῖν), Frevler, Hom. zweimal, Iliad. 3, 28 Od. 20, 121 φάτο γὰρ τίσεσθαι (τίσασθαι) ἀλείτην (ἀλείτας); τινός Ap. Rh. 1, 1338.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλείτης: -ου, ὁ, (ἄλη) ὁ παραπλανῶν τινα ἢ παρεκβαίνων τῆς εὐθείας ὁδοῦ, παραβάτης, ἁμαρτωλός, περὶ τοῦ Πάριδος καὶ τῶν μνηστήρων τῆς Πηνελόπης, Ἰλ. Γ. 28, Ὀδ. Υ. 121· - ἀλείτης τινός, ὁ εἴς τινα ἐξαμαρτάνων, Ἀπολλ. Ρόδ. Λ. 1338: - πρβλ. ἀλιτρός, ἀλοίτης, ἀλοιτός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
coupable.
Étymologie: ἀλιταίνω.