ἀμφιστρεφής
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ές,
A turning all ways, of a dragon's three heads, Il. 11.40 (v.l. ἀμφιστεφέες):—also ἀμφι-στραφής, Diotog. ap. Stob.4.7.62.
German (Pape)
[Seite 144] umwunden, in einander verwickelt, Hom. einmal, Iliad. 11, 40 κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστρεφέες, v. l. ἀμφιστεφέες, Aristarch schrieb mit ρ, s. Scholl. Didym. u. vgl. Apoll. lex. 26, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιστρεφής: -ές, συμπεπλεγμένος, ἐπὶ τῶν τριῶν τοῦ δράκοντος κεφαλῶν, κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστρεφέες, ἀλλήλαις συμπεπλεγμέναι, Ἰλ. Λ. 40, ἔνθα πρότερον ἦτο ἀμφιστρεφέες: - ὡσαύτως ἀμφιστραφής, Διοτογεν. παρὰ Στοβ. 331. 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s’enroule autour.
Étymologie: ἀμφί, στρέφω.