ἀποθαυμάζω
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
Ion. ἀπο-θωυμάζω or ἀπο-θωμάζω,
A marvel much at a thing, ἄφαρ δ' ἀπεθαύμασ' ὄνειρον Od.6.49; ἀ. τὰ λεγόμενα, τὸ λεχθέν, Hdt. 1.11,30; πολλὰ ἄλλα Id.2.79: abs., wonder much, Id.1.68, X.Oec. 2.17, Luc.Am.13, POxy.1242 iii 53 (iii A. D.): c. part., ἀ.ὁρέων Hdt. 1.88; folld. by εἰ, wonder that... Aeschin.1.94, 119.—Rare in Trag., A.Ag.318, S.OC1586.
German (Pape)
[Seite 302] sehr bewundern, sich sehr über etwas verwundern, τί, Od. 6, 49; Aesch. Ag. 309; Soph. O. C. 1582; Her. 1, 11 u. öfter; τὸν κονιορτόν, ὅτεων εἴη 8, 65. Selten bei guten att. Prof. (Plat. gar nicht), Xen. Oec. 2, 17; Luc. Amor. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθαυμάζω: Ἰων. θωυμάζω ἢ -θωμάζω, θαυμάζω μεγάλως, ἐκπλήττομαι διά τι, ἄφαρ δ’ ἀπεθαύμασ’ ὄνειρον Ὀδ. Ζ. 49· ἀπ. τὰ λεγόμενα, τὸ λεχθέν, Ἡρόδ. 1. 11, 30· πολλὰ ἄλλα ὁ αὐτ. 2. 79: - ἀπολ., κυριεύομαι, ὑπὸ μεγάλου θαυμασμοῦ, ὁ αὐτ. 1. 68, κ. ἀλλ.· μετὰ μετοχ., ἀπεθωύμαζε ὁρέων ὁ αὐτ. 1. 88· ἑπομένου τοῦ εἰ, ἀποθαυμάζω… εἰ ὁ αὐτός, δεικνύων θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν πῶς ἦτο δυνατὸν ὁ αὐτὸς κτλ., Αἰσχίν. 13. 29., 16, 42: - σπάν. παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 318, Σοφ. Ο. Κ. 1586.
French (Bailly abrégé)
s’étonner de, admirer, acc..
Étymologie: ἀπό, θαυμάζω.
English (Autenrieth)
aor. ἀπεθαύμασε: marvel at, Od. 6.49†.