Ἀρέθουσα

From LSJ
Revision as of 15:23, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀρέθουσα Medium diacritics: Ἀρέθουσα Low diacritics: Αρέθουσα Capitals: ΑΡΕΘΟΥΣΑ
Transliteration A: Aréthousa Transliteration B: Arethousa Transliteration C: Arethousa Beta Code: *)are/qousa

English (LSJ)

[ᾰρ], ἡ, name of several fountains, e.g. in Ithaca, Od. 13.408; at Syracuse, Str.6.2.4: pl.,

   A κρῆναι ἀρέθουσαι Choeril.2:— Adj. Ἀρεθούσιος, α, ον, ὅδωρ AP9.362.18. (A participial form; ἀρέθω is cited by Hdn.Gr.1.440 without expl.)

Greek (Liddell-Scott)

Ἀρέθουσα: ἡ, ὄνομα διαφόρων πηγῶν, ὧν πρώτη μνημονεύεται ἡ ἐν Ἴθάκῃ, αἱ δὲ νέμονται πὰρ Κόρακος πέτρῃ ἐπὶ τε κρήνῃ Ἀρεθούσῃ Ὀδ. Ν. 408: - περιφημοτάτη αὐτῶν ἦτο ἡ ἐν Συρακούσαις, περὶ ἧς λέγεται ὅτι ἦτό ποτε Νύμφη τῶν Ἀρκαδικῶν λειμώνων καὶ διωκομένη ὑπὸ τοῦ ποταμίου θεοῦ Ἀλφειοῦ, μετεβλήθη ὑπὸ τῆς Ἀρτέμιδος εἰς κρήνην καὶ ἐξηφανίσθη ὑπὸ τὸ ἔδαφος· ἀλλ’ ἀνεφάνη παρὰ τὰς Συρακούσας, Στράβ. 270, πρβλ. Εὐστ. Ὀδ. 1746, 41. Ἡ Νύμφη αὕτη κατέστη ἡ Μοῦσα τῆς Βουκολικῆς ποιήσεως. (Τύπος μετοχικός, ὡς εἰ ἦτο ἡ ἄρδουσα ἡ ποτίζουσα: - τὸ ῥῆμα ἀρέθω ἀναφέρεται ὑπὸ Θεογνώστ. Καν. 141).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Aréthuse :
1 nymphe et fontaine près de Syracuse;
2 n. de sources à Ithaque, en Eubée;
3 ville de Macédoine.
Étymologie:.

English (Autenrieth)

name of a fount in the island of Ithaca, Od. 13.408†.