ἤκιστος
English (LSJ)
η, ον, Sup. Adj. of Adv. ἦκα, ἤκιστος ἐλαυνέμεν
A the gentlest or slowest in driving, Il.23.531 (ἥκ- Eust.1314.27, EM424.27; cf. sq.).
German (Pape)
[Seite 1158] superl. von ἦκα, Il. 23, 531 ἤκιστος ἐλαυνέμεν, der Langsamste die Rosse zu treiben, wo schon alte v. l. ἥκιστος, vgl. Buttm. Lexil. I p. 14 u. Spitzner zu der Stelle; ἥκιστος kommt sonst bei Hom. nicht vor.
Greek (Liddell-Scott)
ἤκιστος: -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιρρ. ἦκα, μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 531, ἤκιστος ἐλαυνέμεν, ὁ ἡσυχώτατος ἢ βραδύτατος εἰς τὸ νὰ ὁδηγῇ ἅρμα, πρβλ. Spitzn. ἐν τόπῳ. - Γραμμ. τινες (Εὐστ. 1314. 27, Ε. Μ. 424. 27) γράφουσιν ἥκιστος, ὁ χείριστος ἢ ἀσθενέστατος ἐν τῷ ἐλαύνειν, πρβλ. ἥκιστος· ἀλλ’ ἂν καὶ τὸ ἥσσων εἶναι εὔχρηστον παρ’ Ὁμήρῳ, τὸ ἥκιστος δὲν εἶνε.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très lent, le plus lent : ἐλαυνέμεν IL à conduire un char.
Étymologie: ἦκα.