ἠγερέθομαι
English (LSJ)
Ep. form of ἀγείρομαι (Pass.)
A gather together, assemble, only 3pl. pres. and impf., and inf., ἀμφὶ δέ μιν . . ἀγοὶ ἠγερέθονται Il. 3.231, cf. h.Ap.147; ἀμφ' 'Ατρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο Il.23.233; περὶ δ' ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο Od.2.392; ἀμφ' αἷμα . . ἀολλέες ἠγερέθοντο 11.228; σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι Il.10.127 Aristarch. (ἠγερέεσθαι codd.): subj. ἠγερέθωνται Opp.H.3.360.
German (Pape)
[Seite 1151] epische verstärkte Nebenform von ἀγείρομαι, sich versammeln, wohl nur ἠγερέθονται u. ἠγερέθοντο, Il. 2, 304. 3, 231; bes. mit ἀολλέες u. ἀθρόοι, wo Einer nach dem Andern kommt, u. eine Zeit darüber vergeht, 2, 304. 3, 231 Od. 2, 392. 3, 412; auch Hes. sc. 184; Mosch. 2, 35. Bekker u. Spitzner schreiben nach Aristarch Il. 10, 127 ἠγερέθεσθαι für ἠγερέεσθαι. Vgl. oben ἀγερέθωνται.
Greek (Liddell-Scott)
ἠγερέθομαι: Ἐπ. τύπος τοῦ ἀγείρομαι (Παθ.), συνάγομαι, συναθροίζομαι, Ὅμ., μόνον ἐν τῷ γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. καὶ ἀπαρ., ἀμφὶ δέ μιν… ἀγοὶ ἠγερέθονται Ἰλ. Γ. 231, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολ. 147· ἀμφ’ Ἀτρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο Ἰλ. Ψ. 233· περὶ δ’ ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο Ὀδ. Β. 392· ἐπὶ τῶν εἰδώλων ἢ φασμάτων, ἀμφ’ αἷμα.. ἀολλέες ἠγερέθοντο Λ. 227· σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι Ἰλ. Κ. 127. -ὑποτακτ. ἠγερέθωνται Ὀππ. Ἁλ. 3. 360. Πρβλ. ἠερέθομαι.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἀγείρομαι, se rassembler.
Étymologie: ἀγείρω.