τρίγληνος

Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ον, in Hom. as epith. of ear-rings,

   A ἕρματα τρίγληνα Il. 14.183, Od.18.298: ancient critics (cf. Sch. ad loc.) expld. it (1) from γλήνεα (Il.24.192), = ἀξιοθέατα, or (2) = τρίκοκκα, i. e. with three berry-shaped ornaments, or (3) = ἐκ τριῶν ζῳδίων συγκείμενα, or (4) = τριόφθαλμα, like Att. τριοττίδες; and in other ways. It is prob. formed from γλήνη as τρίκλινος fr. κλίνη, etc., but the sense remains uncertain.    II three-eyed, of Hecate, Ath.7.325a.

German (Pape)

[Seite 1141] mit drei Augen, von der Hekate, Ath. VII, 325 a. Bei Hom. von Ohrgehängen, ἕρματα τρίγληνα, Il. 14, 183 Od. 18, 298, mit drei Bildchen, Zierrathen, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 183 Lehrs Aristarch ed. 2 p. 152.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγληνος: -ον, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθετ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα τρίγληνα (πιθ. ἐκ τοῦ γλῆνος) ἔχοντα τρεῖς λαμπροὺς καὶ ἀκτινοβολοῦντας λίθους, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πολλῆς θέας ἄξια», Ἰλ. Ξ. 183˙ ἕρματα δ’ Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν τρίγληνα Ὀδ. Σ. 298, ἔνθα ἴδε Εὐστ. καὶ ἄλλους Σχολιαστ., πρβλ. Lucas Quaest. Lexil. § 10˙ ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ (ἐκ τοῦ γλήνη) ὡς τὸ αὐτὸ καὶ τριοττίς, μὲ τρεῖς ὀπὰς ἢ ὀφθαλμούς. ΙΙ. τριόφθαλμος, ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Ἀθήν. 325 Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγληνα˙Ϗ πολυθέατα˙Ϗ γλῆναι γὰρ οἱ ὀφθαλμοί˙Ϗ τρίκοκκα, τριόφθαλμα, πολυειδῆ».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois prunelles, à trois yeux (Hécate) ; ἕρματα τρίγληνα IL, OD pendants d’oreilles figurant trois prunelles, càd garnis de trois perles.
Étymologie: τρεῖς, γλήνη.

English (Autenrieth)

(γλήνη): with three eyeballs, of ear-rings with three drops or pearls, Il. 14.183 and Od. 18.297. (See cut, from an ancient Greek coin.)