παρακοίτης
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who lies beside, bedfellow, husband, Il.6.430,8.156, Hes.Th.928.
German (Pape)
[Seite 484] der Daneben- oder Dabeischlafende, der Ehegatte; Il. 6, 430. 8, 156; Hes. Th. 928.
Greek (Liddell-Scott)
παρακοίτης: -ου, ὁ, ὁ πλησίον κοιμώμενος, συγκοιμώμενος, σύζυγος, ὁ, Ἰλ. Ζ. 430., Θ. 156, Ἡσ. Θ΄ 928.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
époux.
Étymologie: παρά, κοίτη.