νεκάς

From LSJ
Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκάς Medium diacritics: νεκάς Low diacritics: νεκάς Capitals: ΝΕΚΑΣ
Transliteration A: nekás Transliteration B: nekas Transliteration C: nekas Beta Code: neka/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (νέκυς)

   A heap of slain, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν Il.5.886, cf. Ps.-Luc.Philopatr.10.    II simply, = τάξις, in pl., ranks, Call. Fr.231.    III in pl., the dead, ἄναξ νεκάδων Ἀϊδωνεύς AP15.40.43 (Cometas), cf. EM600.9.

German (Pape)

[Seite 237] άδος, ἡ, ein, Hause von Leichen (νέκυς, νεκρός), reihenweis daliegende Todte, Il. 5, 886 u. Sp., wie Luc. Philopatr. 10, Comet. ep. (XV, 40). – Nach Hesych. brauchte es Callim. frg. 231 = τάξις, Hause, Schaar. – Die Kykliker sollen es nach E. M. 600, 9 für ψυχή gebraucht haben.

Greek (Liddell-Scott)

νεκάς: -άδος, ἡ, (νέκυς) σωρὸς νεκρῶν, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν, «ἐν ταῖς χαλεπαῖς τάξεσι τῶν νεκρῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 886, πρβλ. Ἀνθ. Π. 15. 40, 43, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 10. ΙΙ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 231, ἁπλῶς σωρὸς ἢ σειρά, ἄνευ τῆς ἐννοίας τῶν πτωμάτων. ΙΙΙ. Λέγεται ὅτι οἱ κυκλικοὶ ποιηταὶ ἐχρῶντο τῇ λέξει ἀντὶ τοῦ ψυχή, «παρὰ μὲν τοῖς κυκλικοῖς αἱ ψυχαὶ νεκάδες λέγονται» Ἐτυμ. Μέγ. 600. 9.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
monceau ou rangée de cadavres.
Étymologie: cf. νεκρός, νέκυς.

English (Autenrieth)

άδος (νέκῦς): heap of slain, Il. 5.886†.