πυρίκαυστος
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ον,
A burnt in fire, Il. 13.564, Plu.2.922a, Vett.Val.127.32; in late Ep. πῠρί-καυτος, Epic. in Arch.Pap.7.4, Nonn.D.10.74, al. 2 caused by a burn (or scald, cf. Gal.13.384), φλυκταινίδες ὥσπερ π. Hp.Epid.2.1.1; π. [ἕλκη] Dsc. 1.68.2, cf. Hp.Fract.27, Arist.Pr.866a6; later πυρίκαυτα ἕλκεα Aret. SA1.9. 3 πυρίκαυστον, τό, plaster for a burn, Thphr.HP9.19.3, Ign.38; ἡ π. ἔμπλαστρος Asclep. ap. Gal.13.525. II inflammatory, in the form -καυτος, Pl.Ti.85c, Luc.Asin.6, etc. 2 inflamed, ὑπερῴα πυρίκαυτος Aristid.Or.49(25).30.
German (Pape)
[Seite 822] mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet; σκῶλος, Il. 13, 564; Nonn. D. 7, 158; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίκαυστος: -ον, ὁ ἐν τῷ πυρὶ κεκαυμένος, Ἰλ. Ν. 563, Πλούτ. 2. 922Α. 2) ὁ ἐκ πυρὸς προξενούμενος, φλυκταινίδες ὥσπερ π. Ἱππ. 994D· ἕλκη π. Διοσκ. 1. 82 (81)· οὕτω μόνον τὰ πυρίκαυστα Ἱππ. 769Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 54, κτλ. 3) πυρίκαυστον, τό, ἔμπλαστρον ἢ ἀλοιφὴ διὰ κεκαυμένον μέρος τοῦ σώματος, Γαλην. ΙΙ. πεφλογισμένος, Πλάτ. Τίμ. 85C, ἐν τῷ τύπῳ -καυτος (ὅπερ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Λουκ. ἐν Λουκ. ἢ Ὄνῳ 6, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 brûlé par le feu;
2 causé par une brûlure.
Étymologie: πῦρ, adj. verb. de καίω.
English (Autenrieth)
(καίω): charred, Il. 13.564†.