Περσεύς

From LSJ
Revision as of 12:20, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Περσεύς Medium diacritics: Περσεύς Low diacritics: Περσεύς Capitals: ΠΕΡΣΕΥΣ
Transliteration A: Perseús Transliteration B: Perseus Transliteration C: Perseys Beta Code: *perseu/s

English (LSJ)

gen. έως, Ion. έος (Hdt., Pi.), Ep. ῆος, ὁ, Perseus, Il.14.320, Hes.Th.280, etc.:—Adj. Περσεῖος, α, ον, E.Hel.1464 (lyr.); Ep. Περσήϊος Theoc.24.73:—Patron. Περσείδης, ου, ὁ, Th.1.9, etc.; Ep. Περσ-ηϊάδης Il.19.116, 123.    II a fish, Ael.NA3.28; in Hsch. πέρσος.    III the constellation Perseus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.15, Arat.249,484.    2 a name for the Sun, Stoic.2.197 (fr. περισσῶς, σεύειν).    IV = περσέα, Nic.Th.764.

Greek (Liddell-Scott)

Περσεύς: γεν. έως, Ἰων. έος (Ἡρόδ., Πίνδ.), Ἐπικ. -ῆος, ὁ υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Δανάης, εἶς τῶν ἐνδοξοτάτων Ἑλλήνων ἡρώων, Ἰλ. Ξ. 320, Ἡσ., κλπ.· ― ἐπίθ. Περσεῖος, α, ον, Περσείων οἴκων ἐπ’ ἀκτὰς Εὐρ. Ἑλ. 1464· Ἐπικ. Περσήιος, Θεόκρ. 24. 72· ― πατρωνυμ., Περσείδης, ου, ὁ, Θουκ. 1. 9, κτλ.· Ἐπικ. -ηιάδης, Ἰλ. Τ. 116, 123. ΙΙ. ὄνομα ἰχθύος τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, Αἰλ. π. Ζ. 3. 28· παρ’ Ἠσυχ. πέρσος. ΙΙΙ. ἀστερισμός τις, Ἄρατ. 249. 484.

French (Bailly abrégé)

έως, épq. ῆος (ὁ) :
Persée :
1 fils de Zeus et de Danaé;
2 fils de Nestor;
3 roi de Madédoine.
Étymologie:.

English (Autenrieth)

Perseus.—(1) the son of Zeus and Danaë, daughter of king Acrisius of Argos, Il. 14.320.—(2) a son of Nestor, Od. 3.414, 444.

English (Slater)

Περσεύς son of Zeus and Danae; who slew Medusa. (Ψπερβορέων)
 &nbspnbsp; 1παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας (P. 10.31) Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων (P. 12.11) μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος (N. 10.4) Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει (sc. γέρας ἔχει) (I. 5.33) φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος (Boeckh: -έως codd.) fr. 164.