φιλάρματος
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
ον,
A fond of chariots or the chariot-race, πόλις Pi.I.8(7).22; Θῆβαι E.HF467; as name of a horse, Mélanges Beyrouth 15.111 (Berytus).
German (Pape)
[Seite 1275] wagenliebend, Freund von Wagen, vom Wettfahren mit Wagen; πόλις Pind. I. 2, 20; Θῆβαι Eur. Herc. F. 467.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάρμᾰτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ ἅρματα ἢ τὴν ἁρματηλασίαν, φιλαρμάτου πόλιος Πινδ. Ι. 8. (7), 43· σὺ δ’ ἦσθα Θηβῶν τῶν φιλαρμάτων ἄναξ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 467.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
amateur de chars ou de courses de chars.
Étymologie: φίλος, ἅρμα.
English (Slater)
φῐλάρμᾰτος, -ον
1 chariot-loving φιλαρμάτου πόλιος (Thebes) (I. 8.20)