Ῥόδος
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
English (LSJ)
ἡ, the island (also the city) of Rhodes, Il.2.654, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ῥόδος: -ου, ἡ νῆσος Ρόδος, Ἰλ., κτλ.· πρβλ. ‘Ροδιακός’ Ῥόδιος.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Rhodes, île du Dodécanèse.
Étymologie: ῥόδον.
English (Autenrieth)
Rhodes, the celebrated island southwest of Asia Minor, Il. 2.654 ff., 667.—Ῥόδιος, of Rhodes, pl. Ῥόδιοι, the Rhodians, Il. 2.654.
English (Slater)
Ῥόδος the island
1 οὔπω φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν (O. 7.57) ἂν δὲ Ῥόδον κατῴκισθεν (sc. οἱ τοῦ Θήρωνος πρόγονοι) fr. 119. pro pers., τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας (O. 7.71)