ὁμόκλαρος
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
Dor. for ὁμόκληρος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόκλᾱρος: Δωρ. ἀντὶ ὁμόκληρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ὁμός, κλῆρος.
English (Slater)
ὁμόκλᾱρος
1 sharing the same fortune ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς ὁμοῦ νικησάντων Ἴσθμια Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις joint (N. 9.5)