ὑπέρφατος

From LSJ
Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρφᾰτος Medium diacritics: ὑπέρφατος Low diacritics: υπέρφατος Capitals: ΥΠΕΡΦΑΤΟΣ
Transliteration A: hypérphatos Transliteration B: hyperphatos Transliteration C: yperfatos Beta Code: u(pe/rfatos

English (LSJ)

ον, (φατός, φημί)

   A above speech, ineffable, νιφετοῦ σθένος Pi.Pae.9.15; ὑ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Id.O.9.65.

German (Pape)

[Seite 1203] über allen Ausdruck, unaussprechlich, σθένος Pind. frg. 74; ὑπέρφατον μορφᾷ καὶ ἔργοισι Ol. 9, 65, außerordentlich, oder überaus zu preisen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρφᾰτος: -ον, (φατός, φημί), ὁ ἀνώτερος παντὸς λόγου, ἄφατος, ἀνεκλάλητος, νιφετοῦ σθένος Πινδ. Ἀποσπ. 74. 8· ὑπ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 98.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est au-dessus de toute expression, inexprimable, admirable.
Étymologie: ὑπέρ, φημί.

English (Slater)

ὑπέρφᾰτος
   1 beyond telling, incredible ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον (Pae. 9.15)

English (Slater)

ὑπέρφᾰτος
   1 beyond telling, incredible ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον (Pae. 9.15)